περιπλανωμένῃ

περιπλανωμένῃ
περιπλανάομαι
wander about
pres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
περιπλανάομαι
wander about
pres part mp fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπλανωμένη — περιπλανάομαι wander about pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) περιπλανάομαι wander about pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • βαυβώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του Δυσαύλου, αδελφού του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού. Μητέρα του Τριπτόλεμου και κατά μία άλλη εκδοχή του γιου της Μετάνειρας και του Κελεού, Ευβούλου, της Πρωτονόης και της Νίσας. Η Β. με τον σύζυγό της φιλοξένησαν… …   Dictionary of Greek

  • κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… …   Dictionary of Greek

  • πλωάς — και πλωϊάς, άδος, ἡ, Α 1. αυτή που πλέει, η επιπλέουσα 2. αυτή που ταξιδεύει, η περιπλανώμενη 3. (ως κύριο ὁν.) Πλωάς ή Πλωϊάς ονομασία τού αστερισμού Μεγάλη Άρκτος 4. φρ. α) «πλωϊάδες νεφέλαι» περιφερόμενα σύννεφα β) «πλωάδες νῆσοι» τα νησιά… …   Dictionary of Greek

  • Δυσαύλης — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, καταγόταν από την Ελευσίνα, ήταν σύζυγος της Βαυβούς και πατέρας του Ευβουλέα, του Τριπτόλεμου, της Μίσας και της Πρωτονόης, οι οποίοι φιλοξένησαν την περιπλανώμενη Δήμητρα και της υπέδειξαν το σημείο… …   Dictionary of Greek

  • Μανιώτης, Γιώργος — (Αθήνα 1951 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ασχολήθηκε όμως με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά, διηγήματα κ.ά. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1970 με την… …   Dictionary of Greek

  • ομόπτερα — (homoptera). Τάξη εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, ετερομετάβολα ολιγομετάβολα, δηλαδή με νεανικές μορφές που διαφέρουν λίγο από τα ακμαία έντομα, γιατί ζουν στο ίδιο περιβάλλον. Τα ο. περιλαμβάνουν περίπου 25.000 είδη. Χαρακτηριστικό τους δε είναι… …   Dictionary of Greek

  • Σρέκερ, Φραντς — (Schreker). Αυστριακός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και καθηγητής (Μονακό 1878 Βερολίνο 1934). Σπούδασε στο Ωδείο της Βιέννης. Το 1908 ίδρυσε τη Φιλαρμονική Χορωδία της Βιέννης, που με τη διεύθυνση του, έκανε τις πρώτες εκτελέσεις πολλών έργων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”